- ραβδιά
- η удар палкой, тростью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ραβδιά — η / ῥαβδέα, ΝΜ [ῥάβδος] χτύπημα με ράβδο, μπαστουνιά («ο θεός να σέ φυλάει από στραβού ραβδιά κι από κουτσού κλοτσιά», παροιμ. φρ.) … Dictionary of Greek
ραβδιά — η χτύπημα με ραβδί, ξυλιά: Του δωσε μια ραβδιά στον πισινό, για να μην το ξανακάνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥαβδία — ῥαβδίον little rod neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραβδί — το / ραβδίον, ΝΜΑ, και ραβδίο Ν [ῥάβδος] (ως υποκορ. τού ράβδος) 1. μικρή ράβδος ή μικρό κλαδί (α. «και στο ραβδίν του ακούμπησε να πει την αλφαβήτα», Κάλαντα β. «Ἑρμῆς δ ἐπιστὰς τῷ τε ῥαβδίῳ παίων», Βάβρ.) 2. (κατ επέκτ.) καθετί σε σχήμα μικρής… … Dictionary of Greek
δοκιμασίες — Συστηματικές μέθοδοι ελέγχου, με τις οποίες εξετάζονται οι φυσικές και χημικές ιδιότητες των υλικών που προορίζονται για κατασκευές ή η απόδοση και η καταλληλότητα μηχανών, τμημάτων τους, εγκαταστάσεων κλπ. (στην τελευταία περίπτωση αποκαλούνται… … Dictionary of Greek
εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία … Dictionary of Greek
Рицос, Яннис — Яннис Рицос Γιάννης Ρίτσος … Википедия
CAPILLACEA Coma — apub Plin. l. 12. c. 25. ubi de balsamo, Arboris tria genera: tenui et capillaceâ comâ, quod vocant Eutheriston: alterum scabrô aspectu, incurvum, sruticosum, odoratius, quod Trachy appellant: tertium Eumenes, quia est reliquis procerius levi… … Hofmann J. Lexicon universale
CINNAMOMUM — Graece Κιννάμωμον, quasi κίνναμον ἄμωμον, Latinis Cinnamomum quoque, et Cinnamum, de quo multa fabulose tradit Antiquitas, uti vidimus; Garciae ab Horto idem cum casia est: infimâ aetate Graeci Latinique Imperii cum κανέλᾳ illud quoque… … Hofmann J. Lexicon universale
ακεστίδες — ἀκεστίδες, αἱ (Α) μεγάλα σιδερένια ραβδιά (μπάρες) τών μεταλλουργών (Διοσκορ. 5, 74). [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τής λ. ἀκεστὶς ίδος, η οποία είναι θηλ. τού ον. ἀκεστής*] … Dictionary of Greek
αλύτης — I (alytes). Γένος ανούρων αμφιβίων της οικογένειας των δισκογλωσσιδών. Ζουν συνήθως στη δυτική και την κεντρική Ευρώπη, σε υγρές τοποθεσίες, μέσα σε τρύπες που ανοίγουν στο έδαφος. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 5 εκ., ενώ το χρώμα τους… … Dictionary of Greek